φιλομαθές

φιλομαθές
φιλομαθής
fond of learning
masc/fem voc sg
φιλομαθής
fond of learning
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλομαθής — ές, ΜΑ επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ παθής]. ές, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων αρχ. 1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι 2. το ουδ …   Dictionary of Greek

  • ՈՒՍՈՒՄՆԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0556 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 11c գ. φιλομάθεια, θία, φιλομαθές discendi cupiditas, studium. Ուսումնասէրն գոլ. սէր՝ տենչ եւ փոյթ առ ուսումն կամ առ վարդապետութիւն. հետազօտութիւն եւ խելամտութիւն գրոց.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”